ψωρόχορτο
Смотреть что такое "ψωρόχορτο" в других словарях:
ψωρόχορτο — το, Ν κοινή ονομασία φυτού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + χόρτο. Πρόκειται για διαλ. ον. φυτού] … Dictionary of Greek
ψωρόχορτο — το βλ. ψωροβότανο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψωροβότανο — το, Ν ψωρόχορτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψώρα + βότανο] … Dictionary of Greek
ψωροβότανο — ψωροβότανο, το και ψωρόχορτο, το είδος φυτού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)